συγκλητικῶν

συγκλητικῶν
συγκλητικός
of senatorial rank
fem gen pl
συγκλητικός
of senatorial rank
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ανθύπατος — Διοικητικό αξίωμα της αρχαίας Ρώμης που το ασκούσε αυτός που αντικαθιστούσε τον ύπατο. Το αξίωμα αυτό το καθιέρωσε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Νάπολης, το 326 π.Χ., ο Κόιντος Πόπλιος Φίλων, που ήταν ύπατος εκείνο τον χρόνο. Επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • βουλευτικός — ή, ό (Α βουλευτικός, ή, όν) [βουλευτής] όποιος ανήκει ή αρμόζει στους βουλευτές ή στη βουλή νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το βουλευτικόν το ένα από τα δύο σώματα, με νομοθετική εξουσία, που θα αποτελούσαν την «προσωρινή κυβέρνηση» σύμφωνα με τις… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • κήνσωρ — (censor). Ανώτερο δημόσιο αξίωμα της αρχαίας Ρώμης, που καθιερώθηκε σύμφωνα με την παράδοση το 443 π.Χ. Οι κ. ήταν δύο και εκλέγονταν από τις συνελεύσεις των εκατόνταρχων κάθε πενταετία. Αρχικά, μόνο πατρίκιοι καταλάμβαναν αυτό το αξίωμα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • κολόβιο — το (AM κολόβιον) νεοελλ. κοντό ένδυμα, χωρίς μανίκια για το άνω μέρος τού κορμού, γιλέκο ή κοντομάνικο πουλόβερ μσν. αρχ. είδος χιτωνίσκου με κοντά μανίκια ή και χωρίς μανίκια αρχ. είδος τηβέννου τών συγκλητικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κολόβιος <… …   Dictionary of Greek

  • λεγάτος — Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ.… …   Dictionary of Greek

  • λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”